Ήταν 1983. Η ώρα ήταν 3 παρά 10 τα ξημερώματα. Ο 25χρονος γκραφιτάς Michael Stewart περίμενε το τρένο στο σταθμό First Avenue στη Ν. Υόρκη. Ο σταθμός ήταν άδειος. Έβγαλε ένα σπρέι και έβαψε την ταγκιά του: RQS. Πριν προλάβει να τελειώσει ένας μπάτσος τον άρπαξε και του κοπάνισε το κεφάλι στο τσιμέντο. Τον συνέλαβε και μαζί με άλλους δέκα μπάτσους τον πέταξε σε ένα βανάκι. Μισή ώρα αργότερα οι μπάτσοι ξεφόρτωσαν τον Michael Stewart σε ένα νοσοκομείο. Ήταν ήδη νεκρός από τα χτυπήματά τους. Ο ιατροδικαστής είπε ότι «πέθανε από καρδιά», παρ’ όλο που τα σημάδια απ’ τα χτυπήματα ήταν ολοφάνερα. Το δικαστήριο αθώωσε όλους τους μπάτσους.
Ο Michael Stewart ήταν ένας μαύρος πιτσιρικάς που έκανε γκραφίτι. Δηλαδή για τους μπάτσους, τους ιατροδικαστές, τους ένορκους και την υπόλοιπη λευκή μεσαία τάξη ήταν ένας εγκληματίας. Λίγα χρόνια νωρίτερα, οι μπάτσικες θεωρίες της μηδενικής ανοχής είχαν αρχίσει να κυριαρχούν στις αμερικανικές μητροπόλεις. Αποτελούσαν την τελευταία λέξη της αστυνομικής διαχείρισης του μαύρου προλεταριάτου. Το 1982 οι ακαδημαϊκοί Wilson και Kelling έγραψαν το εμβληματικό κείμενό τους «Σπασμένα Τζάμια», σύμφωνα με το οποίο η μικροπαραβατικότητα ήταν η πηγή του σοβαρού εγκλήματος.(1)
Το γκραφίτι είχε ειδική θέση σ’ αυτές τις θεωρίες. Το γκραφίτι, λένε οι Wilson και Kelling «αποτελεί παράδειγμα ενός ασήμαντου εγκλήματος με δυνητικά βαρυσήμαντες επιπτώσεις».(2) Ακόμα νωρίτερα, ήδη από το 1979, ο νεοσυντηρητικός κοινωνιολόγος Nathan Glazer έγραφε σε ένα διάσημο κείμενό του πως «αν και δε συνδέω συνειδητά όσους κάνουν γκράφιτι με εκείνους τους εγκληματίες που ενίοτε κλέβουν, βιάζουν, χτυπούν και δολοφονούν επιβάτες, η αίσθηση ότι όλοι αυτοί είναι κομμάτι ενός κόσμου ανεξέλεγκτων αρπακτικών μοιάζει αναπόφευκτη». (3)
Ο απώτερος στόχος υποτίθεται πως ήταν «η πάταξη της μικροπαραβατικότητας» Στην πραγματικότητα ήταν η στοχοποίηση όλων των πτυχών της καθημερινότητας και της αναπαραγωγής των κατώτερων στρωμάτων της αμερικανικής κοινωνίας. Από την πλευρά των μπάτσων, το στοίχημα ήταν ο έλεγχος του δημόσιου χώρου. Όπως έλεγαν κι οι Wilson και Kelling: «ο πολλαπλασιασμός των γκραφίτι, φέρνει τον επιβάτη του μετρό αντιμέτωπο με το συντριπτικό δεδομένο ότι το περιβάλλον, το οποίο θα πρέπει να υπομείνει για μία ώρα ή και παραπάνω δεν ελέγχεται αλλά ούτε και μπορεί να ελεγχθεί».
Το γκραφίτι αμφισβητούσε αυτόν τον έλεγχο. Γι’ αυτό και έπρεπε να παταχθεί. Ήδη από το 1972, ο τότε δήμαρχος Νέας Υόρκης είχε κηρύξει «πόλεμο στο γκραφίτι». Είχε αποκαλέσει τους γκραφιτάδες «ανασφαλείς και δειλούς» και είχε υποστηρίξει πως είχαν όλοι τους «προβλήματα ψυχικής υγείας». Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 αυτός ο πόλεμος ήταν στο απόγειό του. Οι μπάτσοι αντιμετώπιζαν το γκραφίτι με όλο και αυστηρότερο τρόπο. Το 1981, ο δήμαρχος Ed Koch στρατιωτικοποίησε κυριολεκτικά τα αμαξοστάσια και έθεσε τον «πόλεμο στο γκραφίτι» στο επίκεντρο της πολιτικής του για τη δημόσια τάξη. Όπως κάθε πόλεμος έτσι κι αυτός είχε τις απώλειές του.
O Michael Stewart ήταν η πρώτη γνωστή απώλεια αυτού του πολέμου. Ίσως να υπήρχαν κι άλλοι πριν απ’ αυτόν, για τους οποίους δεν ακούσαμε ποτέ. Σίγουρα πάντως υπήρξαν κι άλλοι μετά απ’ αυτόν. Γιατί ο «πόλεμος ενάντια στο γκραφίτι» δεν τέλειωσε ποτέ και δεν έμεινε μόνο στην Αμερική. Οι πολιτικές δημόσιας τάξης των αφεντικών μας συνεχίζουν διαρκώς να μας επιτίθενται. Δε στοχεύουν στην «πάταξη του εγκλήματος», όπως μας λένε. Στοχεύουν εμάς: τον πάτο αυτής της κοινωνίας· την εργατική τάξη και τις κουλτούρες μας· τις συνήθειες μας και τους τρόπους μας να την παλεύουμε.
Όλα αυτά είναι που βλέπουν ως «έγκλημα» οι μπατσοειδικοί. Ή, όπως το είχε πει με το σπρέι του το 1981 ο Skeme, ένας γκραφιτάς με εξαιρετική διαίσθηση: All you see is crime in the city.
(1) Περιλαμβάνεται στο Unfair Play, Σπασμένα Τζάμια: Σκέψεις για τη δημόσια τάξη και το Πάντειο Πανεπιστήμιο σε καιρούς κρίσης, Αρχείο71, 2016.
(2) Ό.π., σ. 9
(3) Περιλαμβάνεται στο Jeff Chang, «Το Γκραφίτι ως Ανυπακοή», Bring the Noise:Δεκαπέντε Κείμενα για το Χιπ Χοπ, Τεφλόν και Αρχείο71, 2018, σ. 249.