Έχουμε εκπαιδευτεί σε αυτή τη μικρή χώρα της νότιας βαλκανικής να κοιτάμε την ιστορία μας ως μη ιστορία. Το κράτος πρόνοιας, που σύμφωνα με διάφορους «σήμερα καταρρέει», οφείλουμε, λέει, να το υπερασπιστούμε. Να υπερασπιστούμε τις δήθεν «εργατικές κατακτήσεις». Οι πολιτικές στρατηγικές της αριστεράς μας καλούν να υπερασπιστούμε το εθνικό σύστημα υγείας, να στηρίξουμε το αίτημα για περισσότερες ΜΕΘ, για περισσότερους γιατρούς, για περισσότερα και δωρεάν τεστ κορονοϊού.
Η γέννηση όμως του ελληνικού συστήματος πρόνοιας ήταν γεμάτη από κρατικές πολιτικές επίθεσης στην εργατική τάξη. Ποιες ήταν αυτές οι κρατικές πολιτικές που το γέννησαν και πώς έφτασε να αποτελεί έναν σεβαστό πόλο εντός του κρατικού σχηματισμού μαζί με την αστυνομία, το στρατό και την εκπαίδευση; Αυτά είναι ερωτήματα πολύ χρήσιμα σε όποιον προσπαθεί να καταλάβει τι του συμβαίνει εδώ και μερικούς μήνες.
Η αγαπημένη μας ελληνική κοινωνία, με την αριστερά και τη δεξιά της, έχει δώσει κατά καιρούς άφθονες απαντήσεις στο τι προκάλεσε τη δημιουργία του συστήματος πρόνοιας: από την πρόοδο των ανθρώπινων κοινωνιών, μέχρι τους εργατικούς «αγώνες» και την πίεση από κάποια ακαθόριστα αγωνιστικά συνδικάτα σε ένα κράτος που υποχωρεί. Εμείς εδώ θα πούμε μία άλλη ιστορία για το κράτος πρόνοιας, αρκετά περιθωριακή. Θα μιλήσουμε για το Α’ Πανελλήνιο Ιατρικό συνέδριο που έγινε το 1901. Επιλέγουμε αυτό το συνέδριο, ακριβώς γιατί σε αυτό το συνέδριο τέθηκαν οι βάσεις του αντιφυματικού αγώνα, της καταπολέμησης της «μεγαλύτερης κοινωνικής μάστιγας που είχε δει η Ελλάδα μέχρι τότε», όπως λέγαν οι γιατροί.1 Θα δούμε το πώς μετέφερε στην Ελλάδα ο Β. Πατρίκιος τις ιδέες περί υγιεινής, φυματίωσης και δεικτών νοσηρότητας, χωρίς όμως να μείνει μόνο σ’ αυτά.
Η συμβολή του Β. Πατρίκιου στην κατασκευή του κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα ήταν καθοριστική. Γεννημένος στην Αθήνα το 1847, σπούδασε ιατρική σε Αθήνα και Παρίσι. Από το 1882 και μετά διετέλεσε γενικός γραμματέας του Ιατροσυνεδρίου, υπό την προεδρία του Κ. Σάββα που ήταν ο πρώτος καθηγητής υγιεινής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το 1901 ανέλαβε, απευθείας από την ελληνική κυβέρνηση, να μελετήσει την οργάνωση των ευρωπαϊκών φθισιατρείων, με σκοπό την μεταφορά εμπειρίας για την οργάνωση ενός ανάλογου συστήματος στην Ελλάδα.
Αυτό που ενδιέφερε τον Πατρίκιο δεν ήταν να την πει στους γιατρούς συναδέλφους του. Αυτό που ενδιέφερε τον Πατρίκιο ήταν να χτίσει ένα μηχανισμό που θα ήλεγχε την αναπαραγωγή της εργατικής τάξης με πιο άμεσο τρόπο, με τους γιατρούς να βρίσκονται στην ηγεσία αυτού του μηχανισμού.
Τον Μάϊο του 1901 λοιπόν, διοργανώθηκε το Α’ Πανελλήνιο Ιατρικό Συνέδριο στην Αθήνα. Το συνέδριο παρακολούθησε τόσο ο πρωθυπουργός της εποχής Γ. Θεοτόκης όσο και υπουργοί της κυβέρνησης. Σε αυτό το συνέδριο ο Πατρίκιος συμμετείχε με μία ανακοίνωση. Σε αυτή την ανακοίνωση παρουσίαζε τη φυματίωση, όχι απλά ως μία ασθένεια, αλλά ως το μεγαλύτερο κοινωνικό ζήτημα της εποχής του. Εξέφρασε μία γνώμη ότι η φυματίωση ήταν μία ασθένεια με βαθιές κοινωνικές προβληματικές, επηρεάζοντας όλες τις πτυχές της ζωής της ελληνικής κοινωνίας. Την οικονομία, τις κοινωνικές σχέσεις και τη μαχητική ισχύ του στρατού.
Η καινοτομία αυτής της γνώμης ήταν ότι συνέδεε τη νοσηρότητα της φυματίωσης με τη στατιστική ανάλυση για την εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων. Για να υποστηρίξει ότι η φυματίωση ήταν κοινωνική μάστιγα, ο Πατρίκιος χρησιμοποίησε στοιχεία που προέρχονταν από τα αρχεία του Υπουργείου Εσωτερικών, από τους καταλόγους νοσηλευθέντων σε πολιτικά και στρατιωτικά νοσοκομεία, από τους καταλόγους απαλλαχθέντων από τη στράτευση λόγω φυματίωσης και από τις φυλακές και τις φιλανθρωπικές οργανώσεις. Χρησιμοποίησε λοιπόν στοιχεία που ήδη είχαν μία ταξική σκοπιά, την ταξική σκοπιά διαφόρων κρατικών μηχανισμών που ασχολούνταν με διάφορα κομμάτια της εργατικής τάξης. Επιπλέον, τα δεδομένα που άντλησε προέρχονταν κατά βάση από τις βιομηχανικές περιοχές του τότε ελληνικού βασιλείου, την Αθήνα, τον Πειραιά, την Πάτρα και την Ερμούπολη. Απέκλειε εξαρχής δηλαδή στρώματα πληθυσμού που εργάζονταν και ζούσαν σε μη σύγχρονους οικονομικούς κλάδους, όπως η γεωργία και η κτηνοτροφία. Εστίαζε λοιπόν σε πολύ συγκεκριμένες πληθυσμιακές φιγούρες. Παράλληλα όταν αναφερόταν σε εστίες μόλυνσης δε μιλούσε γενικά και αόριστα. Όταν μιλούσε για εστίες μόλυνσης, μιλούσε για μέρη όπως εργοστάσια, φυλακές και τυπογραφεία. Η έκθεσή του αφορούσε λοιπόν κλάδους που το ελληνικό κράτος φιλοδοξούσε να αποτελέσουν τα μελλοντικά κομβικά στοιχεία του νέου παραγωγικού του μοντέλου. Συν τοις άλλοις, πέντε χρόνια μετά τον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ο Πατρίκιος τόνιζε ιδιαίτερα τη διάδοση της φυματίωσης μεταξύ των κληρωτών του ελληνικού στρατού.2 Υποστήριζε λοιπόν ότι αυτή η αρρώστια κατέστρεφε τους νεαρούς άντρες πριν προλάβει να τους καταστρέψει η πολεμική διαδικασία. Όλα αυτά τα στοιχεία, αφού τα σύγκρινε με ευρωπαϊκά κατέληξε στη διαπίστωση ότι, σε μία δεκαετία πέθαναν τουλάχιστον 50.000 άτομα από φυματίωση.
Το ζήτημα με τον Πατρίκιο δεν ήταν τα ίδια τα στοιχεία του, αλλά η πολιτική γνώμη που προσπαθούσε να εκφράσει βάσει αυτών των στοιχειών. Αυτή η γνώμη αφορούσε τον τρόπο λειτουργίας του καπιταλιστικού σχηματισμού και τη θέση των γιατρών στο νέο μοντέλο του βιομηχανικού καπιταλισμού που αναδυόταν. Για τον Πατρίκιο, δουλειά των γιατρών δεν ήταν η ενασχόληση τους με την υγεία του ανθρώπινου σώματος. Ποτέ δεν τον απασχόλησε η ίδια η θεραπεία της φυματίωσης, όπως θα περίμεναν διάφοροι από κάποιον που θεωρείται γιατρός. Αντιθέτως για τον Πατρίκιο και τους γιατρούς που συμμετείχαν στο συνέδριο, η ιατρική λειτουργία συνίστατο στη συλλογή δεδομένων και στη κατασκευή θεωρητικών μοντέλων για την νοσηρότητα ενός πληθυσμού. Η ιατρική που ευαγγελίζονταν είχε να κάνει με την καταγραφή των ασθενών, δηλαδή των κοινωνικών σχέσεων, των συνθηκών ζωής και των τρόπων διαβίωσης. Για τις ανάγκες αυτής της πολιτικής φτιάχτηκαν έννοιες όπως η νοσηρότητα και η μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο. Αν οι ασθένειες μεταδίδονταν από άνθρωπο σε άνθρωπο, τότε το κράτος και οι ειδικοί του, δηλαδή οι γιατροί, θα αποκτούσαν μια καλή δικαιολογία να επεμβαίνουν μέσω της υγιεινής στην καθημερινή ζωή της εργατικής τάξης. Η πρόνοια ήταν μία πολιτική, κατάλληλα φτιαγμένη για το περιβάλλον των εργατικών συνοικιών. Οι προνοιακές γνώμες αποσκοπούσαν στην καταγραφή και τον έλεγχο της αναπαραγωγής των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Στο συνέδριο του 1901, εκτός των παραπάνω, σχηματίστηκε και μία γνώμη που την υποστήριξαν πολλοί επιφανείς κοινωνικοί επιστήμονες τις επόμενες δεκαετίες.3 Η γνώμη πως οι ασθένειες είναι πρώτα και κύρια κοινωνικές ασθένειες με κοινωνικές αιτίες.4 Έχοντας αποδώσει τη φυματίωση στις κακές συνθήκες υγιεινής και διαβίωσης, δηλαδή στους τρόπους αναπαραγωγής των κατώτερων εργατικών στρωμάτων, τύποι σαν τον Πατρίκιο υποστήριζαν ότι κάθε άτομο με φυματίωση φέρει το ίδιο την ευθύνη που αρρώστησε. Επειδή όμως η φυματίωση ήταν υποτίθεται «ένα κοινωνικό ζήτημα» που αφορούσε την υγεία της κοινωνίας συνολικά, τότε το κράτος αποκτούσε το δικαίωμα να επέμβει, δήθεν για τις ανάγκες της δημόσιας υγείας. Επομένως, ενώ από τη μία η φυματίωση ήταν ατομική ευθύνη του κάθε ασθενούς, από την άλλη μετατρεπόταν και σε ζήτημα του κράτους, δεν ήταν ατομική υπόθεση. Δεν ήταν ατομική υπόθεση επειδή υποτίθεται πως έθετε σε κίνδυνο και τους άλλους. Μια κοινωνία με φυματικούς ήταν, κατά τον Πατρίκιο, μια κοινωνία σε κίνδυνο.5 Εφόσον η υγεία δεν ήταν και τόσο ατομική υπόθεση τελικά, η αυτοπροστασία γινόταν αντιληπτή μόνο ως προστασία των άλλων. Επομένως το κράτος έπρεπε να επεμβαίνει για να διασφαλίσει την «υγεία» του πληθυσμού.
Με αυτή την επιχειρηματολογία, το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να επεμβαίνει στους τρόπους κοινωνικής αναπαραγωγής, και συγκεκριμένα αυτούς των κατώτερων στρωμάτων του πληθυσμού. Θα ήλεγχε με αυτό τον τρόπο τους όρους με τους οποίους θα παραγόταν η εργατική δύναμη σε αυτόν τον τόπο και το τι εργατικές φιγούρες θα υπήρχαν. Εντέλει η γνώμη αυτή είχε πολλά ποδάρια. Ξεκινούσε από την αντιμετώπιση ενός μεμονωμένου φυματικού και έφτανε μέχρι σημαντικά κρατικά ζητήματα, όπως τους όρους διαβίωσης και αναπαραγωγής της εργατικής τάξης της χώρας.
Υπάρχει ένα ζήτημα στην τοποθέτηση του Πατρίκιου στο συνέδριο. Ενώ δήλωνε ότι δεν υπήρχε εργατική τάξη,6 οι εστίες της φυματίωσης και οι ασθενείς της προέρχονταν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο από τον κόσμο της εργατικής τάξης. Παράλληλα ο Πατρίκιος συνέδεε τη φυματίωση και με δύο άλλες κοινωνικές «μάστιγες», τη σύφιλη και τον αλκοολισμό. Αυτές οι δύο «μάστιγες» για τις οποίες μιλούσε ο Πατρίκιος, ήταν και αυτές κατηγορίες που εκτόξευε το κράτος εναντίον της εργατικής τάξης. Όταν το κράτος μιλούσε για τη σύφιλη και τον αλκοολισμό, εννοούσε ότι τόσο η υπάρχουσα σεξουαλική ηθική και συμπεριφορά, όσο και η κουλτούρα του αλκοόλ ήταν κάπως προβληματικές για τη νέα βιομηχανική κοινωνία. Ήταν συμπεριφορές που δεν ταίριαζαν στη νέα εργατική φιγούρα του οικογενειάρχη εργάτη. Τη φιγούρα αυτή, που θα πήγαινε ήσυχα και πειθαρχημένα τις Κυριακές στην εκκλησία και την υπόλοιπη βδομάδα στη δουλειά, χωρίς να προκαλεί φασαρίες ούτε στη δουλειά ούτε στη γειτονιά. Για την ακρίβεια, οι φιγούρες που ο Πατρίκιος περιέγραφε ήταν αρκετά ασταθείς και ακατάλληλες για το νέο παραγωγικό μοντέλο.
Αλλά εκτός από ακατάλληλες για να εργαστούν στους νέους τρόπους παραγωγής, οι φιγούρες αυτές ήταν ακατάλληλες και για το στρατό. Κι αυτό ήταν μεγάλο πρόβλημα. Οι καιροί το 1901 μύριζαν πόλεμο. Ήδη το 1897 είχε προηγηθεί ένας πόλεμος. Το ζητούμενο ήταν να προετοιμαστεί και να πειθαρχηθεί ο στρατός που θα εμπλεκόταν στους μελλοντικούς πολέμους. Έπρεπε λοιπόν οι νεαροί υποψήφιοι κληρωτοί να εκπαιδευθούν σε νέες συνήθειες και νέες πειθαρχίες. Έπρεπε να μάθουν να προσέχουν την «υγεία» τους. Βέβαια, η προσοχή της «υγείας» δεν είχε να κάνει και πολύ με την υγεία. Για παράδειγμα, η εκστρατεία κατά του «πτύειν», που συνδεόταν από τους γιατρούς της εποχής με την αποφυγή διασποράς της φυματίωσης, ήταν μια χαρακτηριστική προσπάθεια επιβολής μίας νέας μικροπειθαρχίας.
Όλες αυτές οι νέες συνήθειες λοιπόν, εκτός της παραγωγής μιας νέας φιγούρας κατάλληλου εργάτη, έφτιαχναν και μια νέα φιγούρα κατάλληλου και πειθαρχημένου στρατιώτη. Ένας νεαρός που είχε πειθαρχήσει στο να μη φτύνει, είχε κάνει το πρώτο βήμα για να πάει εξίσου πειθαρχημένος να πολεμήσει και να υπακούσει τους αξιωματικούς του. Το ζήτημα λοιπόν για το ελληνικό κράτος ήταν το εξής: το πώς θα γίνει να δουλέψουν, να στρατευτούν και να πεθάνουν πειθαρχημένα όλοι αυτοί οι νεαροί εργατικής καταγωγής άντρες με τις αδιευκρίνιστες συνήθειες και κουλτούρες που δεν ήταν και τόσο πειθαρχημένοι στις κρατικές προσταγές. Ο Πατρίκιος και οι γιατροί σε αυτό το συνέδριο πρότειναν μία λύση στο πρόβλημα αυτό. Η λύση είχε το όνομα «αντιφυματικός αγώνας». Οι γιατροί δηλαδή πρότειναν νέες πολιτικές πρόνοιας για να λύσουν το στρατιωτικό ζήτημα του ελληνικού κράτους. Νέες πολιτικές που βασίζονταν στις ιδέες που είχε φέρει ο Πατρίκιος από την Δυτική Ευρώπη εδώ στην Ελλάδα.
Αξίζει να αναφερθεί και κάτι τελευταίο για την ανακοίνωση του Πατρίκιου. Ο Πατρίκιος διαπίστωνε ότι αρκετοί ασθενείς με φυματίωση αρνούνταν να καταγραφούν στις αρμόδιες αρχές. Ο ίδιος το απέδιδε σε λόγους ευθιξίας των ασθενών. Για τον Πατρίκιο, ο λόγος που οι φυματικοί δεν ήθελαν να πάνε στο γιατρό, παρά μόνο στα τελευταία στάδια της ασθένειας, ήταν η κοινωνική κατακραυγή. Μας φαίνεται πιο ρεαλιστική προσέγγιση ότι οι ασθενείς δεν ήθελαν να πάνε στο γιατρό γιατί ένιωθαν ότι έτσι θα έμπλεκαν: ότι θα τους μάζευαν οι μπάτσοι και θα τους μπουζούριαζαν σε κάποιο ίδρυμα που θα είχε την ταμπέλα «φθισιατρείο», αλλά για τους ίδιους δε θα ήταν τίποτα άλλο από μια φυλακή. Αυτή η σύνδεση της ιατρικής με τους αστυνομικούς μηχανισμούς ήταν μία σύνδεση που τη δημιούργησε εξαρχής το ίδιο το ελληνικό κράτος. Ειδικότερα, από τις απαρχές του, το 1833, το ελληνικό κράτος συγκρότησε με βασιλικό διάταγμα, την «Υγειονομική Αστυνομία». Αυτή η υπηρεσία αποτέλεσε τον πρώτο υγειονομικό μηχανισμό του νεοσύστατου τότε ελληνικού βασιλείου. Λίγο αργότερα, το 1836, με το βασιλικό διάταγμα Περί εμποδισμού της μεταδόσεως των μολυσματικών (κολλητικών) αρρωστιών , ορίστηκε η επιβολή αστυνομικών μέτρων σε περίπτωση εμφάνισης μολυσματικών ασθενειών. Επομένως οι γιατροί είχαν την υποχρέωση να αναφέρουν στην αστυνομία κάθε ασθενή στον οποίο εντόπιζαν κάποια μεταδοτική ασθένεια7 . Το 1845 τέλος, εισήχθησαν οι Υγειονομικοί Νόμοι ΚΒ’ 71845 και ο ΚΓ’ 71845 που καθόριζαν τη λειτουργία των υγειονομείων και των λοιμοκαθαρτηρίων. Οι νόμοι αυτοί περιλάμβαναν και ποινικές διατάξεις για τους παραβάτες των μέτρων για τις μολυσματικές ασθένειες8. Έτσι οι γιατροί έγιναν εξαρχής θεσμικά υποχρεωμένοι να δίνουν λογαριασμό στην αστυνομία για τους ασθενείς τους. Αυτό σήμαινε ότι ένα κομμάτι του πληθυσμού με μεταδοτικές ασθένειες περνούσε σε αστυνομική διαχείριση με ευθύνη των γιατρών. Όποιος δηλαδή είχε την ατυχία να βρεθεί με κάποια ασθένεια, τον αναλάμβανε η αστυνομία. Τα επόμενα χρόνια, αυτή η αστυνομική διαχείριση περιλάμβανε εξορία σε εξωτικά νησιά, όπως η Σπιναλόγκα αν ήσουν λεπρός ή σε ευαγή ιδρύματα, όπως τα σανατόρια που είχε προτείνει ο Πατρίκιος να φτιαχτούν σε όλη την Ελλάδα.
Ο Πατρίκιος λοιπόν ήταν γνώστης αυτής της νομοθεσίας. Γνώριζε ότι σε περίπτωση δήλωσης μιας οποιασδήποτε ασθένειας χαρακτηρισμένης ως μολυσματικής, οι ασθενείς θα πέρναγαν στην αρμοδιότητα των αστυνομικών αρχών. Το ζήτημα λοιπόν για τον Πατρίκιο ήταν να εμπλουτιστεί αυτή η σχέση και να αποκτήσουν οι γιατροί νέους ρόλους. Αυτοί οι νέοι ρόλοι θα τους έθεταν στο κέντρο της διαχείρισης του πάτου της εργατικής τάξης. Αυτό που διεκδικούσε λοιπόν ο Πατρίκιος από το κράτος ήταν η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος πρόνοιας. Ενός σύστημα πρόνοιας που θα το ήλεγχαν οι γιατροί σε συνδυασμό με την αστυνομία.
Μία απ’ τις προτάσεις του Πατρίκιου στο ελληνικό κράτος της εποχής του, ήταν η δημιουργία Αντιφυματικών Συλλόγων, αποτελούμενων από γιατρούς και απλούς πολίτες. Αυτοί οι σύλλογοι θα αναλάμβαναν να προπαγανδίσουν τη σημασία του αντιφυματικού αγώνα με αφισοκολλήσεις, ομιλίες και έντυπα κάθε είδους. Πρότεινε δηλαδή την οργάνωση των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων σε ομάδες που θα ασχολούνταν με τον έλεγχο των ζωών των κατώτερων στρωμάτων. Αυτοί οι σύλλογοι, εκτός από την εισαγωγή νέων πειθαρχιών, ιδεών και τρόπων αναπαραγωγής της εργατικής τάξης, θα αποτελούσαν και κοινωνικούς συμμάχους του κράτους στους καιρούς που θα ακολουθούσαν. Σαν να λέμε ότι ο Πατρίκιος πρότεινε να φτιαχτούν επιτροπές κατοίκων που θα κυνηγούσαν εργάτες με το πρόσχημα της φυματίωσης. Πόσο διαφέρουν οι σύγχρονες επιτροπές κατοίκων απ’ αυτούς τους συλλόγους, εφόσον ο σκοπός τους ήταν να μαζεύουν τους εργάτες και να τους πειθαρχούν στους νέους τρόπους παραγωγής;
Αντί επιλόγου
Το Α’ Ιατρικό Συνέδριο ήταν μία ενδεικτική στιγμή της ιστορίας του ελληνικού κράτους πρόνοιας. Η παρακολούθηση του από τον ίδιο τον Έλληνα πρωθυπουργό έδειχνε τη σημασία του. Οι γιατροί υπήρξαν πρωτοπόροι στη σταθεροποίηση της ελληνικής κυριαρχίας στην πρόσφατα κατακτημένη Μακεδονία.9 Η καταγραφή των κοινωνικών συνθηκών των νέων εδαφών υπήρξε πραγματικά μία τεράστια συμβολή στην εμπέδωση της ελληνικής κυριαρχίας εκεί. Εκτός από την καταγραφή όμως των κοινωνικών συνθηκών στην κατακτημένη Μακεδονία, η συμβολή των γιατρών ήταν σημαντική και στην πολεοδομική αναμόρφωση των χωριών και των πόλεων της Μακεδονίας. Ο νόμος 1322/1918 εισήγαγε τη δυνατότητα κατεδάφισης κάθε κτιρίου που κρινόταν ανθυγιεινό.10 Αυτή η ρύθμιση έδινε στους γιατρούς τη δυνατότητα, να κρίνουν πια, ως ειδικοί του κράτους επί της υγείας, ποια κτίρια ήταν ανθυγιεινά. Με αυτή τη ρύθμιση, σε αρκετές περιπτώσεις εξαφανίστηκε το οθωμανικό παρελθόν διάφορων χωριών και πόλεων των νεοκατακτημένων χωρών.11
Οι ιδέες που παρήχθησαν σε αυτό το συνέδριο βρήκαν ανταπόκριση και σε τύπους που διεκδικούσαν την εκπροσώπηση της εργατικής τάξης. Η έκθεση του Εργατικού Κέντρου Αθηνών προς την ελληνική βουλή το 1911, μιλούσε για την περίπτωση των εργατών στα αρτοποιεία και περιέγραφε ένα ανθυγιεινό περιβάλλον εργασίας απ’ το οποίο έλειπε κάθε κανόνας υγιεινής. Αυτό που εννοούσαν όμως αυτοί που έγραφαν αυτήν την έκθεση ήταν ότι ωραία θα ήταν να εφαρμοζόταν κάποιο κρατικό υγειονομικό πρωτόκολλο στους χώρους εργασίας που θα έδινε παραπάνω εξουσίες στα αφεντικά, δηλαδή ακριβώς αυτό που επεδίωκε και το ίδιο το ελληνικό κράτος. Με τους νέους βιομηχανικούς κλάδους, όπως η βιομηχανία χημικών, που τηρούσαν αυτά τα πρωτόκολλα, το Εργατικό Κέντρο δεν είχε κανένα παράπονο.
Οπότε; Αυτές οι ιδέες περί υγιεινής εμφανίστηκαν τη στιγμή που τα παραγωγικά μοντέλα των αφεντικών άλλαζαν. Ήταν ιδέες που γεννήθηκαν μέσα στον ταξικό πόλεμο. Ήταν ιδέες που υπάρχουν και σήμερα, όσο κι αν έχουμε ξεχάσει την ιστορία τους. Ήταν ιδέες που εξαρχής σχημάτισαν κρατικές πολιτικές που στόχευαν τα διάφορα κομμάτια της εργατικής τάξης. Σήμερα, αυτές οι κρατικές πολιτικές υγείας και πρόνοιας έχουν πέσει στα κεφάλια μας. Το σημαντικό για μας είναι να τις κατανοήσουμε. Να τις κατανοήσουμε και να οργανωθούμε εναντίον τους. Αλλά αυτά είναι θέματα για τα οποία θα ξαναμιλήσουμε εν καιρώ.
1 Βάσω Θεοδώρου, Οι γιατροί απέναντι στο κοινωνικό ζήτημα, Ο Αντιφυματικός Αγώνας στις αρχές του 20ου αιώνα (1901-1926), Μνήμων, τ.χ. 24, Αθήνα, 2002, σελ. 154
2 Βάσω Θεοδώρου, Οι γιατροί απέναντι στο κοινωνικό ζήτημα, Ο Αντιφυματικός Αγώνας στις αρχές του 20ου αιώνα (1901-1926), Μνήμων, τ.χ. 24, Αθήνα, 2002, σελ. 151
3 Κώστας Κατσάπης, Δημόσια υγεία, πρόσφυγες και κρατική παρέμβαση στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου. Περιλαμβάνεται στο Γιώργος Τζεδόπουλος, Πέρα από την Καταστροφή, Μικρασιάτες πρόσφυγες στην Ελλάδα του μεσοπολέμου, Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Αθήνα, 2007, σελ 41-50
4 Βάσω Θεοδώρου, Οι γιατροί απέναντι στο κοινωνικό ζήτημα, Ο Αντιφυματικός Αγώνας στις αρχές του 20ου αιώνα (1901-1926), Μνήμων, ο.π., σελ. 154
5 Ό.π.
6 Ό.π.
7 Ασπασία Τόγια, Βιβλιογράφηση ελληνικών παλαιτύπων Παθολογίας: Η εξέλιξη της ελληνικής ιατρικής σκέψης από τον 18ο μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, Ιατρική Σχολή Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης , Θεσσαλονίκη, 2010, σελ. 42-43
8 Ό.π.
9 Αλέκα Καραδήμου-Γερολύμπου, Πόλεις και πολεοδομία, Χ. Χατζιωσήφ, Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αιώνα, Εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2009, σελ. 243-244
10 Ό.π
11 Ό.π.