-Από πότε έγιναν οι μικροαστοί και o δήμαρχος φίλοι του γκραφίτι;
-Τι ακριβώς γυρεύουν ένας ιερέας, ένας μπάτσος και ένας εθνικιστής με σπρέι, μπροστά στον ίδιο τοίχο;
-Γιατί απορημένοι δημοσιογράφοι πασχίζουν να μάθουν τι είναι το ‘’μιούραλ’’ και το ‘’καφάο’’;
Ο δήμαρχος Π. Φαλήρου και το μεσοαστικό σινάφι του, στα βήματα άλλων κρατικών υπαλλήλων διαφόρων δήμων εντός και εκτός Αττικής , αποφάσισαν να στρέψουν το βλέμμα τους ξανά στον δημόσιο χώρο, κάνοντάς μας μαθήματα αισθητικής πάνω σε τοίχους και καφάο με την φάτσα της Κάλλας, του Καραϊσκάκη και διαφόρων μοτίβων (φυσικά προστατευμένα με antigraffiti) για να μας θυμίσουν ακόμα μια φορά το πρόβλημα που έχουν μαζί μας. Τα ταγκς, τα throw ups, τα ρολά και οι αφίσες, τα συνθήματα και τα αυτοκόλλητα ήταν, είναι και θα είναι εχθρικά απέναντί τους.
Το σχέδιο έχει δύο όψεις. Από την μία ο δήμαρχος έχει βρει τους ρουφιάνους του (οι οποίοι γουστάρουν να βλέπουν τους ήρωες του ‘21 στους τοίχους της πόλης πηγαίνοντας στη δουλειά και χαίρονται όταν βγάζουν βόλτα τον σκύλο τους να περνάνε δίπλα από φρεσκοβαμμένα ντουβάρια και καφάο) και από την άλλη καταφέρνει να επιτεθεί στους τρόπους που έχουμε για να μιλάμε και να δρούμε μέσα στην πόλη. Εμείς όμως δεν ψηθήκαμε να αφήσουμε τα πόστα στην πόλη μας και συνεχίσαμε να βγαίνουμε, να βάφουμε, να υπάρχουμε και να μιλάμε για όλα αυτά γιατί είναι ζωτικής σημασίας για εμάς. Όπως το καταλαβαίνουμε και το ζούμε τόσα χρόνια, το graffiti είναι ένας κώδικας δικός μας και δεν μοιάζει σε τίποτα με τις «εικαστικές παρεμβάσεις» εθνικοφρόνων καλλιτεχνών και αναγνωρισμένων street artists. Το graffiti είναι όπλο στα χέρια μας ενάντια στο ζόφο και τη μιζέρια. Αυτή την πόλη την βάφουμε με ό,τι έχουμε, με όσο χρόνο ξεκλέβουμε από τις δουλειές και τις φρίκες μας. Η πόλη αυτή δεν ανήκει σε όσους την θέλουν αποστειρωμένη και «ασφαλή», η πόλη ανήκει σε όσες και όσους την πονάνε και την θέλουν καθαρή από φασίστες και ρουφιάνους. Από τα καφάο μέχρι τα ντουβάρια, από τις πλατείες και τα πάρκα, η πόλη αυτή μας ανήκει, μέχρι και την τελευταία καβάτζα.