To κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο τεύχος #63 του περιοδικού antifa πόλεμος ενάντια στο φόβο. Περισσότερα στο antifascripta.net.
Διδάγματα από τις αντιφασιστικές καταλήψεις
Παρελθόν:
Απ’ όσο μπορούν να θυμηθούν οι μεγαλύτεροι από εμάς, η τελευταία λέξη της κοινωνικής μηχανικής σχετικά με τους «μαθητές» και τα «σχολεία» μπήκε για πρώτη φορά σε πλήρη λειτουργία κατά τη διάρκεια των περίφημων «καταλήψεων του ‘90-‘91». Τότε, ένας υπουργός παιδείας της «επάρατου δεξιάς» είχε τη φαεινή ιδέα να θεσπίσει «πειθαρχικό κώδικα» στα σχολεία. Οι «μαθητικές καταλήψεις» που ακολούθησαν, μοστράρισαν πανώ με αλφάδια και υιοθέτησαν ρητορική του είδους «αυθόρμητο» και «αυτοοργάνωση», μαζί με πρακτικές του είδους «φωτιά και βία στα Εξάρχεια». Πολλοί από τους σημερινούς αντιεξουσιαστές, μεταξύ των οποίων και εμείς, απέκτησαν εκεί τα πρώτα τους επαναστατικά ένσημα.
Αλλά η ηγεμονία της αντεξουσίας ήταν μόνο φαινομενική. Πίσω από τα φαινόμενα, οι «καταλήψεις ‘90-‘91» υποστηρίχθηκαν πολιτικά και υλικά από υποκείμενα πολύ διαφορετικά από αντιεξουσιαστές νεολαίους. Πολύ γρήγορα, πασόκοι και κουκουέδες «γονείς» άρχισαν να εμφανίζονται στο εσωτερικό των σχολείων. Κουβαλούσαν βραδυνά κεφτεδάκια για να τρώνε όσοι περνούσαν τις κρύες νύχτες γύρω από το βαρέλι με τη φωτιά. Ενθάρρυναν τα παιδιά τους να συμμετέχουν στις καταλήψεις, ακόμη και αν τα παιδιά τους ήταν γένους θηλυκού. Και φυσικά, πολλοί από αυτούς προσέφεραν απλόχερα τη σοφία τους στις «μαθητικές συνελεύσεις».
Βέβαια, η ιδιότητα «γονείς» ήταν μόνο το επιφαινόμενο· η σημαντικότερη ιδιότητα των συγκεκριμένων «γονιών» ήταν η κομματική και συνδικαλιστική στράτευση και εμπειρία. Οι «μαθητικές καταλήψεις» πολύ γρήγορα -ίσως και εξαρχής- άρχισαν να καθοδηγούνται από τα συνδικαλιστικά και κομματικά κέντρα του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» (έτσι το λέγανε τότε, lol). Επίσης απέκτησαν «μαθητικά συντονιστικά». Παρότι κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς ήταν αυτούνο το πράμα και ποιος το σοφίστηκε, τα «μαθητικά συντονιστικά» γρήγορα άρχισαν να «παίρνουν αποφάσεις», να «καταστρώνουν κατευθύνσεις» και να αναδεικνύουν «ηγετικές μορφές» οι οποίες, με κάποιο μυστήριο τρόπο, είχαν πρόσβαση στις κάμερες της νεογέννητης ιδιωτικής τηλεόρασης. Το όλο πράγμα απέκτησε σαφή κατεύθυνση: να πέσει η κυβέρνηση της επάρατου δεξιάς και να ξανάρθει η πασοκάρα.
Όπως γνωρίζουμε, η πασοκάρα τελικά επανήλθε με διαφορετικές αφορμές, που είχαν να κάνουν με το «Μακεδονικό» και τις ελληνικές προθέσεις πολεμικής εμπλοκής στα Βαλκάνια. Εν τω μεταξύ όμως, η όλη υπόθεση «μαθητικές καταλήψεις» είχε αποδειχθεί ιδιαιτέρως γόνιμη: οι «μαθητές», από χυλός προς κρατική και γονεϊκή διαμόρφωση, είχαν αναγνωριστεί επισήμως ως υποκείμενο με πολιτικές ιδιότητες, όπως ακριβώς και «οι φοιτητές» λίγα χρόνια νωρίτερα. Αυτό βέβαια δεν σήμαινε ότι «οι μαθητές» θα «αυτοοργανώνονταν»· αντιθέτως, σήμαινε ότι τα αρχικά ζητούμενα της νομοθεσίας περί «δεκαπενταμελών» και «μαθητικών εκλογών» που είχε θεσπίσει το ΠΑΣΟΚ, μπορούσαν να μπουν για τα καλά σε εφαρμογή: το «μαθητικό κίνημα» μπορούσε να «οργανωθεί δημοκρατικά», δηλαδή να χειραγωγηθεί και να διοχετευθεί προς ωφέλιμες κατευθύνσεις. Όσοι ανελάμβαναν να μεσολαβήσουν αυτή τη διαδικασία αποκτούσαν σημαντική πολιτική ισχύ και λαμπρό πολιτικό μέλλον. Η συνέχεια απέδειξε ότι το όλο πράγμα, ούτε αστείο ούτε αμελητέο ήταν. Ο σημερινός πρωθυπουργός ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα ως «εκπρόσωπος συντονιστικού» κατά τη διάρκεια εκείνων των «μαθητικών καταλήψεων».
Αλλά το πράγμα δεν περιοριζόταν στον σημερινό πρωθυπουργό που τότε άλλωστε δεν ήταν παρά ταπεινός κομματικός νεοσσός. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια σημαντική όψη των μεταβολών από τις οποίες διήλθε η σχέση κοινωνίας και κράτους στη μεταπολίτευση. Πιο συγκεκριμένα: οι ιμάντες πολιτικής μεσολάβησης μεταξύ του κράτους και της εργατικής τάξης που είχαν στηθεί κατά τη διάρκεια της πασοκικής οκταετίας μέσω της «εθνικής συμφιλίωσης», των «αριστερών συνδικάτων» και των «φοιτητικών παρατάξεων», είχαν πλέον αποκτήσει μια σημαντική νομιμοποιημένη επέκταση που έφτανε μέχρι το πάλαι ποτέ άβατο της τρυφερής νεολαίας και της «υποχρεωτικής εκπαίδευσης».
Στα χρόνια που ακολούθησαν, αυτή η πολιτική τεχνογνωσία χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον και παρήγαγε τα αλλεπάλληλα «κινήματα» που όλα τους είχαν ονόματα υπουργών παιδείας, ώστε να υπενθυμίζουν τη ζημιά που μπορούσε να πάθει ο τιμώμενος υπουργός στην κάλπη. Ήταν μια τεχνογνωσία που ανήκε εξ ολοκλήρου στην αριστερή μεριά του κράτους και φυσικά χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον από τον Δεκέμβρη του 2008 και μετά, όταν αυτή η αριστερή μεριά του κράτους συστάθηκε στο πράγμα που έκτοτε αποκαλείται «Σύριζα» και ανέλαβε να σώσει το πολιτικό σύστημα της ελληνικής δημοκρατίας από την κατάρρευση.
Παρόν και μέλλον:
Αυτή η ιστορική διαδικασία που κράτησε τριάντα περίπου χρόνια και της αξίζουν πολλά περισσότερα λόγια, θα έπρεπε να έχει ληφθεί υπ’ όψη κατά τη διάρκεια των πρόσφατων επεισοδίων στα σχολεία. Προσέξτε πώς έχει το πράγμα: Με αφορμή τα γνωστά επεισόδια στην παρέλαση κάποιου λυκείου στον Γέρακα, συγκεκριμένοι άνθρωποι άρχισαν συστηματικά να σκούζουν «φασίστες στα σχολεία», φυσικά από το διαδίκτυο. Όταν λέμε «συγκεκριμένοι άνθρωποι», μιλάμε ακριβώς για τους αρμόδιους πολιτικής οργάνωσης της μαθητιώσας νεολαίας: αυτοί που ξάφνου άρχισαν να σκούζουν ήταν τοπικές ΕΛΜΕ, προοδευτικοί ακαδημαϊκοί, καθώς και ακροαριστερές οργανώσεις το βασικό στελεχικό δυναμικό των οποίων αποτελείται από καθηγητές μέσης εκπαίδευσης, όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (αυτά τα ονόματα…). Τα σκουξίματα γρήγορα συμπληρώθηκαν από τους απαραίτητους συριζαίους, ξεκινώντας από την εφημερίδα με μοναδικούς εργοδότες τους αναγνώστες της και καταλήγοντας στον αρμόδιο υπουργό κύριο Γαβρόγλου αυτοπροσώπως, άνθρωπο που, αν δεν το ξέρατε, εμπλέκεται στο «φοιτητικό και εκπαιδευτικό κίνημα» ήδη από το μακρινό 1979, δηλαδή το ‘χει χτίσει με τα χεράκια του.
Οπωσδήποτε, το γεγονός ότι οι φασίστες προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν την αριστερή εργαλειοθήκη «κινητοποίησης των μαθητών» είναι άξιο περίσκεψης, όπως κάθε προσπάθεια πολιτικής παρέμβασης της αστυνομίας και του στρατού στην κοινωνική ζωή (γιατί περί αυτού ακριβώς επρόκειτο). Από την άλλη όμως, αποδείχθηκε ότι η αντικειμενική μας κατάσταση εξασφαλίζει πως τέτοιες σκέψεις δεν μπορούν καν να ξεκινήσουν. Στην πράξη αποδειχθήκαμε ανίκανοι ακόμη και για τα προαπαιτούμενα: να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι εκείνο που έσκουζε, που καλούσε να συστρατευθούμε με τον Υπουργό Παιδείας σε δοκιμαστικό αντιφασιστικό μέτωπο, ήταν η ίδια μεριά του κράτους που είχε αναλάβει τη χειραγώγηση «των μαθητών» εδώ και τριάντα χρόνια, κι ο υπουργός σαράντα! Και φυσικά, όπως συμβαίνει συνήθως σε αντίστοιχες περιστάσεις, υπήρξε τίμημα.
Η μία όψη του τιμήματος προέκυψε αντικειμενικά: ο σταλινικός οπορτουνισμός χρησιμοποίησε τις «φασιστικές καταλήψεις» για να ψάλλει τα περί «αντιφασιστικού μετώπου». Το «αντιφασιστικό μέτωπο» είναι το έσχατο δέλεαρ που σείεται προς την γκρίζα μπάρα των «αναποφάσιστων» που κοσμεί τις δημοσκοπήσεις. Την ίδια στιγμή, και απολύτως αναμενόμενα, ο σταλινικός οπορτουνισμός αδιαφορούσε για τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις της διαδικασίας: για τις προσπάθειες ακροδεξιών μπάτσων και καραβανάδων να στήσουν «μαθητικές κινητοποιήσεις», για τις επιπτώσεις στην αυτοπεποίθηση των αντιφασιστών μαθητών και στις ενδοσχολικές ισορροπίες ισχύος, και βέβαια για το ζήτημα της αντιφασιστικής μάχης στα σχολεία. Αν υπάρχει κανείς που δεν καταλαβαίνει, ας σκεφτεί: τι ακριβώς είχε να πει το «αντιφασιστικό μέτωπο έκτακτης ανάγκης» για τη Μακεδονία; τι για τον Κώστα Κατσίφα; τι για την καπιταλιστική κρίση και τι για το πολυεθνικό μαθητικό σώμα; Απαντάμε μόνοι μας: ότι «αυτά είναι περίπλοκα», ότι η Μακεδονία είναι «σοβαρό ζήτημα», ότι «το μνημόνιο κάνει τους φτωχούς φασίστες» αλλά «φταίει ο Σόιμπλε», ότι το μαθητικό σώμα πρέπει να είναι «ενιαίο»… και σε τελική ανάλυση ότι οι φασίστες έχουν κι αυτοί τα δίκια τους! Παλιά μου τέχνη κόσκινο: Ήδη από τις «μεγαλειώδεις συγκεντρώσεις των αγανακτισμένων», ο σταλινικός οπορτουνισμός στήνει -και εμείς ανεχόμαστε- παρομοίων επιπτώσεων συμβιωτικές σχέσεις με τους φασίστες· τώρα πια, αυτού του είδους η ξεφτίλα δεν μας φαίνεται καν ως τίμημα.
Η άλλη όψη του τιμήματος προέκυψε υποκειμενικά, αν και δεν ήμασταν εμείς το υποκείμενο. Πολλοί και πολλές από όσους υποτάχθηκαν στις συριζαϊκές σειρήνες και την πειθαρχία της «έκτακτης ανάγκης», βρέθηκαν με τρόπο κατ’ εξοχήν απρόβλεπτο ενώπιον μαθητών και μαθητριών που είχαν αναλάβει από μόνοι τους να τα βάλουν με τους φασίστες στο εσωτερικό των σχολείων τους. Εδώ το τίμημα, παρότι καταβλήθηκε με ευχάριστη αφορμή, είναι ακόμη σημαντικότερο. Προσέξτε: τα γεγονότα μάς έδειξαν ότι υπάρχουν μαθητές και μαθήτριες που αντιπαρατέθηκαν με τους φασίστες στα σχολεία τους, δίχως κομματική παραίνεση και δίχως κανείς να το περιμένει.
Αυτοί οι μαθητές και μαθήτριες, που αδιαφόρησαν για τον Κατσίφα και τη Μακεδονία ενώ όλα τους έλεγαν το αντίθετο, που βάλανε τη μούρη τους μπροστά και ξεσκέπαστη απέναντι σε γιους μπάτσων και διευθυντές σχολείων, είναι το ταξικό και πολιτισμικό μας αντίστοιχο εντός των σχολείων. Και όχι, δεν περιμένουν από εμάς, δηλαδή από τη σάρκα τους την ίδια, να εμφανιστούμε παρέα με συριζαίους και ακροαριστερούς καθηγητές τσαμπουνώντας περί «αδελφοσύνης των λαών», «κυριαρχίας της Χρυσής Αυγής», «Σόιμπλε», «δημοκρατικού τόξου» και «κρίσης που κάνει τους φτωχούς φασίστες». Περιμένουν γνώμη για τη Μακεδονία, γνώμη για τον Κατσίφα, γνώμη για τους φασίστες, γνώμη για την καπιταλιστική κρίση. Γενικότερα: περιμένουν γνώμες και πρακτικές που να μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως αφετηρία για να οργανώσουν την πηγαία τους ταξική καχυποψία απέναντι στο ελληνικό κράτος, την αστυνομία του, τον σχολικό μηχανισμό και τα παραφερνάλια του. Το ξέρουμε ότι αυτό περιμένουν, γιατί κι εμείς αυτό περιμέναμε, στις δύσκολες στιγμές της ζωής μας όπου βρεθήκαμε αμήχανοι γύρω από το βαρέλι με τη φωτιά τρώγοντας πασοκικά κεφτεδάκια.
Αν τώρα, αντί να προσφέρουμε τέτοιες γνώμες και πρακτικές, αντί να οργανώνουμε την παρέμβαση στα σχολεία όλο το χρόνο, αντί να εκπαιδευόμαστε στις ολοκαίνουργιες γλώσσες του πολυεθνικού προλεταριάτου, βρεθήκαμε στα σχολεία παρέα με τους αριστερούς καθηγητές, σείοντας το φάσμα της «κυριαρχίας της Χρυσής Αυγής στα σχολεία» και καλώντας σε «αντιφασιστικά μέτωπα» για λογαριασμό του Σύριζα, θα πρέπει πρώτα να καταλάβουμε ότι αυτό είναι όντως βαρύ τίμημα. Και έπειτα, τουλάχιστον, να αναλογιστούμε αν, τελικά, κάνουμε ό,τι κάνουμε επίτηδες, ή κατά λάθος.
Κατά τα άλλα, ας μη στεναχωριόμαστε· η ζωή είναι μπροστά μας ώστε να επιδοθούμε στους σχετικούς προβληματισμούς με την ησυχία μας. Απολαμβάνουμε αυτό το σημαντικό πλεονέκτημα γιατί, στο κάτω κάτω της γραφής, είμαστε κι εμείς «νεολαία».
Τουλάχιστον ώσπου να βρούμε κάτι καλύτερο να είμαστε.