Οι πόλεις μας έχουν ενσωματωμένες στο φτιάξιμό τους την κυριαρχία των αφεντικών: Οι δρόμοι, τα πεζοδρόμια, οι άσπροι τοίχοι, τα φώτα. Όταν η μαύρη εργατική τάξη της Νέας Υόρκης άρχισε να βάφει τοίχους και τρένα αμφισβήτησε στην πράξη αυτή την κυριαρχία. Τα αφεντικά προσπαθούσαν να αποστειρώσουν το δημόσιο χώρο, αλλά οι νεαροί κι οι νεαρές έπιαναν ένα σπρέι και μετέτρεπαν τους τοίχους των καταθλιπτικών μητροπόλεων σε καμβά. Απελευθέρωσαν μια πραγματική έκρηξη δημιουργικότητας και μίλησαν για τις δικές τους ζωές. Στην πορεία, το γκραφίτι, όπως και πολλές από της δημιουργίες της εργατικής τάξης κατέκτησε το ευρύ κοινό. Τα αφεντικά προσπάθησαν να αγκαλιάσουν τμήματά του, μετατρέποντάς τα σε «τέχνη». Τα καφάο της Αθήνας γέμισαν με παπαρούνες, ουράνια τόξα, ακόμα και καραϊσκάκηδες. Όσοι δε μετατράπηκαν σε «καλλιτέχνες», παρέμειναν αυτό που τους αποκαλούσε ανέκαθεν το κράτος: «εγκληματίες».
Στη Βραζιλία, όταν λένε γκραφίτι πλέον εννοούν τα έργα τέχνης με σπρέι, τις σχολές καλών τεχνών, τις γκαλερί τέχνης. Η εργατική τάξη του Σάο Πάουλο, όμως, και των άλλων μεγαλουπόλεων, συνεχίζει να λερώνει τους τοίχους. Συνεχίζει να λέει τις ιστορίες της βάφοντας το μπετόν. Βγαλμένοι από τα γκέτο, οι πιτσιρικάδες και οι πιτσιρίκες της Βραζιλίας, χρησιμοποιούν τους τοίχους για να μιλήσουν για τις δικές τους ζωές, αμφισβητώντας στην πράξη τους νόμους των αφεντικών. Αυτό που κάνουν δεν το λένε γκραφίτι, το αποκαλούν pixação ή απλώς pixo. Και όσοι βάφουν λέγονται pixadores.
Το βραζιλιάνικο πίξο γεννήθηκε τις δεκαετίες του ’70 και του ΄80, όταν ακόμα η Βραζιλία βρισκόταν υπό δικτατορικό καθεστώς. Τα πρώτα pixo είχαν σαφή πολιτικό χαρακτήρα, καθώς ήταν μηνύματα ενάντια στη στρατιωτική χούντα που κυβερνούσε τη χώρα. Στην πορεία, τα μηνύματα των πιξαδόρες εμπλουτίστηκαν από το πολιτιστικό underground της βραζιλιάνικης εργατικής τάξης. Επηρεασμένα από τα λογότυπα των heavy metal συγκροτημάτων, τα γράμματα του πίξο άρχισαν να τεντώνονται, να γίνονται πιο μυτερά και άγρια, να καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερη επιφάνεια. Σταδιακά κάθε πιξαδόρ άρχισε να δημιουργεί το δικό του αλφάβητο.
Οι πιξαδόρες λένε τις ιστορίες τους με έναν τρόπο που δύσκολα μπορεί να αφομοιωθεί. Οι πιξαδόρες επιδιώκουν την παρανομία, γιατί καταλαβαίνουν ότι είναι ακριβώς αυτή που διαχωρίζει τη δική τους κουλτούρα από την «τέχνη», όπως την αντιλαμβάνονται τα αφεντικά. Εκτός από τους νόμους και τη μηδενική ανοχή, αμφισβητούν όμως και την κυρίαρχη αισθητική των μικροαστών και της μεσαίας τάξης. Το πίξο αποτελεί συνειδητά, «μια επίθεση στην πόλη».[1] Δεν ζωγραφίζουν, φτιάχνουν δικά τους αλφάβητα, δικά τους γράμματα. Δεν «κάνουν τέχνη», συνειδητά «βανδαλίζουν» την κυρίαρχη κανονικότητα των πόλεων τους. Τα κομμάτια τους μοιάζουν λίγο με γιγάντιες ταγκιές, σαν κι αυτές που ακούμε συνέχεια να βρίζουν οι μικροαστοί. «Εγώ δεν έχω πρόβλημα με το γκραφίτι, αρκεί να είναι κάτι ωραίο, όχι σαν αυτές τις μουτζούρες», λένε ακατάπαυστα οι νοικοκυραίοι.
Οι αστυνομικοί μηχανισμοί στη Βραζιλία, όπως και παντού, βλέπουν τους πιξαδόρες ως εγκληματίες. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου μπάτσοι έχουν πυροβολήσει και σκοτώσει πιξαδόρες εν ψυχρώ. Η τελευταία τέτοια υπόθεση που έγινε γνωστή ήταν το 2014, όταν οι μπάτσοι δολοφόνησαν δύο πιξαδόρες και φυσικά αθωώθηκαν. Η κοινότητα του πίξο για ακόμα μια φορά κατέβηκε στο δρόμο και μεγάλες διαδηλώσεις ταρακούνησαν την πόλη του Σάο Πάουλο.[2]
Οι πιξαδόρες σκαρφαλώνουν στα ψηλότερα σημεία της πόλης για να βάψουν. Παρέες ανταγωνίζονται η μία την άλλη. Το πίξο στη Βραζιλία, όπως και μεγάλο κομμάτι του γκράφιτι στην Ελλάδα είναι πάνω απ’ όλα ο τρόπος όσων «δεν έχουν μέλλον» να ανατιμηθούν. Είναι «ένας τρόπος απόκτησης κύρους σε μια κοινωνία όπου έχεις ταυτότητα μόνο όταν έχεις ιδιοκτησία».[3] Ο τρόπος μιας ηττημένης και κατακερματισμένης εργατικής τάξης να εκφράσει τη δημιουργικότητά της και να την παλέψει. Ο τρόπος χιλιάδων ανθρώπων που τους είπαν «ότι δεν αξίζουν μία», να αποδείξουν ότι δεν είναι για πέταμα. Όπως χαρακτηριστικά λέει κι ένας πιξαδόρ στο βίντεο: «Δεν μπορώ να διαβάσω βραζιλιάνικα, αλλά καταλαβαίνω όλες τις γλώσσες του pixo. Θες να μου πεις πώς γίνεται αυτό;»
Από μεριάς μας το ξέρουμε καλά. Η τάξη μας έχει χίλια πρόσωπα και εκατοντάδες κουλτούρες. Άλλες μας αρέσουν περισσότερο και άλλες λιγότερο. Μεταφράσαμε, υποτιτλίσαμε και προβάλαμε το ντοκιμαντέρ “PIXO”. Το μεγάλο του πλεονέκτημα είναι ότι δεν είναι γυρισμένο από τίποτα «μελετητές του φαινομένου» που το αναλύουν, αλλά από την ίδια την κοινότητα του πίξο. Από τους ίδιους και τις ίδιες που ζουν στον βραζιλιάνικο πάτο και το πίξο δεν είναι απλά η κουλτούρα τους, αλλά «είναι η ζωή τους».
Συζητήσαμε για τις μορφές διεκδίκησης του δημόσιου χώρου, για την υπερδεκαετή μάχη με τους φασίστες στους τοίχους της μητρόπολης, για τη σχέση Σάο Πάουλο-Καλλιθέας, για τα αστυνομικά σχέδια εναντίον μας, για τους δημάρχους που «ομορφαίνουν την πόλη» γκριζάροντας τα γκράφιτι και βάφοντας τα καφάο με μικροαστικές μπαρούφες, για το μπετό ως τεχνοπολιτικό μέσο κρατικού ελέγχου των πόλεων και το γκράφιτι ως μέσο αμφισβήτησής αυτού του ελέγχου, για τη σχέση που έχουν οι αφίσες με τα γκραφίτι και το ραπ, για τις κουλτούρες της εργατικής τάξης. Αυτή η εκδήλωση ήταν ακριβώς αυτό: μια προσπάθεια να αναδείξουμε μια από αυτές τις κουλτούρες της τάξης μας. Που αν και βρίσκεται στο Σάο Πάουλο, τη νιώθουμε τόσο δική μας.
Διαδήλωση της κοινότητας του pixo στο Σάο Πάουλο με αφορμή την αθώωση των δύο δολοφόνων μπάτσων, 2014.
Οι Τοίχοι στη Βραζιλία κυριολεκτικά «μιλάνε».
[1] «Pixação: the story behind São Paulo’s ‘angry’ alternative to graffiti», The Guardian, 06/01/2016.
[2] «São Paulo: taggers killed for their art show dangers of city’s graffiti culture», The Guardian, 01/08/2018 και «Os Pixadores de São Paulo Ainda Querem Justiça», Vice Portugal¸ 15/06/2015.
[3] Jeff Chang, Γκραφίτι: Το Στιλ ως Ανυπακοή, 2005. Περιλαμβάνεται στο Bring the Noise: Δεκαπέντε Κείμενα για το Χιπ Χοπ, Τεφλόν και Αρχείο71, 2018, σ.241.
Ακολουθούν φωτογραφίες από την εκδήλωση που πραγματοποίησε το Antifa South, στο ποτάμι, στην Καλλιθέα