*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο 4ο τεύχος του εντύπου δρόμου του antifa south. Δείτε ολόκληρη την έκδοση εδώ:
Το να είναι κανείς αντιφά, δεν σημαίνει ότι πρέπει να έχει διαβάσει δύο τόνους βιβλία, ούτε να ειδικεύεται σε κάποια πολεμική τέχνη. Τα πράγματα έχουν ως εξής:
Όλες εμείς έχουμε θέμα με τους φασίστες. Όχι για κάποιο ανθρωπιστικό λόγο. Αντιλαμβανόμαστε τους φασίστες όχι σαν άτομα, όχι σαν «τρελούς», όχι σαν «απόγονους των ταγματασφαλιτών» αλλά σαν κομμάτι του ταξικού πολέμου, που ξέρει πολύ καλά τι του γίνεται. Οι φασίστες έχουν συμφέροντα να οργανώνονται γύρω από τους μπάτσους και το κράτος, να συμμετέχουν με κάθε τρόπο στην υποτίμηση των μεταναστών εργατών για να τους κάνουν μετά φθηνούς εργάτες.
Όλοι εμείς έχουμε θέμα με τους μπάτσους. Το «ACAB» δεν είναι για πλάκα και δεν είναι τσάμπα. Δεν είναι μόνο οι συνεχείς εξακριβώσεις που τρώμε εμείς και οι φίλοι μας, δεν είναι μόνο ότι οι μπάτσοι σκάνε στις πλατείες που αράζουμε και μας ενοχλούν. Αντιλαμβανόμαστε την αστυνομία σαν θεσμό κρατικά οργανωμένο, που διαχειρίζεται κάθε είδους παρανομία, σε βαθμό να έχει γίνει η μαφία. Που συνεργάζεται με τους μαγαζάτορες και τους ρουφιάνους στη βάση των υλικών τους συμφερόντων, και που δήθεν «επαναφέρει το αίσθημα ασφαλείας» επιβάλλοντας βασικά τη μηδενική ανοχή, με βία η οποία αυξομειώνεται ανάλογα την περίσταση.
Όλοι εμείς έχουμε θέμα με τα αφεντικά. Τι να πρωτοπούμε; Και ποιος δεν αγανακτεί με τις υπερωρίες, τα «500 ευρώ και πολλά σου είναι, τους τσάτσους, τα κομμένα ρεπό, την πίεση, τις χαμένες μέρες;
Εμείς στεκόμαστε ενάντια σε όλους αυτούς. Αυτούς που οι πολυεθνικές μας παρέες τους ενοχλούν. Που τα γκράφιτι και τα συνθήματα που γράφουμε εμείς και τόσοι άλλοι στην πολύτιμη ιδιοκτησία τους, τους ενοχλούν. Τα λάιβ μας στη γειτονιά, οι αφίσες μας, τα μοιράσματα σε σχολεία, τα antifa αράγματα. Όλα αυτά δίνουν κουράγιο σε μας, και εκτοπίζουν τους εχθρούς μας. Χαιρόμαστε ιδιαίτερα γι αυτό.
Κατά βάση, είμαστε antifa γιατί δεν μπορούμε να είμαστε κάτι άλλο. Σε μια κοινωνία που μας θέλει μόνους και μόνες, φοβισμένους και διανοητικά νεκρούς, να πατάμε ο ένας τον άλλον για να «επιτύχουμε», που μας λέει με χίλιους τόνους να γίνουμε ρουφιάνοι, απαντάμε ότι δεν ψηνόμαστε. Φτιάχνουμε δικές μας κοινότητες που μας χωράνε, οργανωνόμαστε με άλλους και άλλες σαν εμάς και διεκδικούμε το δημόσιο χώρο που θέλουν να μας πάρουν. Είναι ο μόνος τρόπος να παίρνουμε ανάσες και να συνεχίζουμε.