Το graffiti δεν είναι ποτέ «τέχνη». Kαι αυτό που μπαίνει στις γκαλερί δεν είναι graffiti, είναι ζωγραφική με σπρέι. Το graffiti για μας είναι ένα μέσο το οποίο χρησιμοποιούμε για να φανούμε στην πόλη. Είναι ένα κόλλημα που έχουμε είτε βάφουμε μόνοι, είτε με το antifa. Είναι τα σχέδια που κάνουμε για το πως θα μπούμε στο yard, το πως θα σκαρφαλώσουμε στην ταράτσα ή το ποιο πάρκο θα έχει το σημάδι μας. Είναι ο τρόπος μας για κάποιες ώρες να πούμε πως «Αυτή η πόλη μας ανήκει».
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, με την αλλαγή του ποινικού κώδικα, ο νόμος για το graffiti άλλαξε. Η προηγούμενη κυβέρνηση στο πλαίσιο του δόγματος της μηδενικής ανοχής και των «καθαρών πόλεων» , έκανε το αδίκημα του graffiti «αυτεπάγγελτο». Δηλαδή, πλέον δεν χρειάζεται η συνδρομή του εκάστοτε ιδιοκτήτη για να έχει κανείς τραβήγματα με τον νόμο αν πιαστεί να βάφει. Θεωρητικά, η αστυνομία υποχρεούται να μηνύει όσους και όσες πιάνονται να λερώνουν τους τοίχους.
Έχουμε να πούμε πως εμείς, και άλλοι τόσοι και τόσες σαν εμάς, θα συνεχίσουμε να βάφουμε όπως κάναμε πάντα. Oι τοίχοι θα παραμείνουν βρώμικοι. Οι τοίχοι θα συνεχίσουν να μιλάνε τη γλώσσα μας. Οι τοίχοι θα παραμείνουν antifa.