Το ξέρουμε καλά. Ο καθένας βλέπει στο δημόσιο χώρο αυτό που εκείνος θέλει. Ας πούμε τα πάρκα οι μικροαστοί τα βλέπουν σαν «εστίες πρασίνου» που ανεβάζουν την «ποιότητα ζωής» στη γειτονιά τους. Οι μπάτσοι τα βλέπουν ως «εστίες ανομίας» και ως πεδία που πρέπει να θέσουν υπό τον έλεγχό τους. Η δική μας οπτική για τα πάρκα, από την άλλη, είναι εκ διαμέτρου αντίθετη.
Για μας, τα πάρκα και οι πλατείες είναι τα μέρη όπου βρισκόμαστε μετά από το σχολείο ή τη δουλειά για να βγάλουμε την κούραση της μέρας. Είναι τα μέρη όπου αράζουμε για να δούμε ένα φίλο και να πιούμε μια μπίρα. Είναι τα μέρη που συναντάμε κι άλλες σαν κι εμάς. Είναι τα μέρη που χρησιμοποιούμε για να την παλέψουμε, για να περάσει κι άλλο ένα βράδυ.
Η χρήση των πάρκων, αλλά και κάθε δημόσιου χώρου, είναι μια χρήση εμπόλεμη. Όσο ξινίζουμε εμείς τα μούτρα μας όταν βλέπουμε ένα κυριλέ πάρκο, με σεκιουριτάδες και μικροαστούς που βγάζουν το σκύλο τους να χέσει, ή με μπάτσους που το φέρνουν γύρω γύρω με τις μηχανές, άλλο τόσο ξινίζουν κι αυτοί τα δικά τους όταν βλέπουν ένα πάρκο που «ανήκει» σε μας: ένα πάρκο που αράζουμε, πίνουμε μπίρες, ακούμε μουσικές, και βάφουμε τοίχους.
Τη Δευτέρα 13 Μαΐου βρεθήκαμε όλοι και όλες, μαζί με φίλους και φίλες μας στο πάρκο που βρίσκεται στη συμβολή των οδών Αιγαίου και Θράκης, στη Νέα Σμύρνη. Ήπιαμε μπίρες, ακούσαμε μουσικές, γεμίσαμε το πάρκο με αντιφασιστικά γκραφίτι και αυτοκόλλητα. Αλλά κυρίως γνωριστήκαμε και με άλλους και άλλες σαν κι εμάς. Ανταλλάξαμε τις ιστορίες μας. Και εμπεδώσαμε ακόμα καλύτερα ότι σ’ αυτή την πόλη δεν είμαστε μόνοι, δεν είμαστε μόνες.
Γιατί πάνω απ’ όλα, antifa σημαίνει να βρεθούμε.